- ἀκαραδόκητος
- ἀκαρᾱδόκητος, ον,A unexpected, Eust.1127.62.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακαραδόκητος — ἀκαραδόκητος, ον (Α) [καραδοκῶ] ο απροσδόκητος … Dictionary of Greek
ἀκαραδόκητον — ἀκαραδόκητος unexpected masc/fem acc sg ἀκαραδόκητος unexpected neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)